- θηλάζουσα
- θηλάζωsucklepres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θηλαζούσας — θηλαζούσᾱς , θηλάζω suckle pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) θηλαζούσᾱς , θηλάζω suckle pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Karasutsas — Karasutsas, Joannes, neugriech. Dichter, geb. 9. Juli 1824 in Smyrna, gest. 3. April 1873, gab frühzeitig durch die Gedichtsammlungen: »Λύρα« (1839) und »Μούσα ϑηλάζουσα« (1840) Proben seiner Begabung, wurde 1850 Professor am Gymnasium in Nauplia … Meyers Großes Konversations-Lexikon
θυγατέρα — και δυχατέρα, ἡ (ΑΜ θυγάτηρ, ατρός, Μ και θυγατέρα) 1. το θηλυκό τέκνο, η κόρη 2. νέο κορίτσι, κοπέλα («νέοι και θυγατέρες», Τζάν.) 3. μτφ. οτιδήποτε έχει γεννηθεί ή προέρχεται από κάπου, το επακόλουθο 4. μτφ. πνευματικό παιδί νεοελλ. μτφ. για… … Dictionary of Greek
πηγή — Oνομασία 15 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τετρακώμου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.), στην πρώην επαρχία Δωρίδας, του νομού Φωκίδας.… … Dictionary of Greek
ՍՏՆՏՈՒ — (ի, աց.) NBH 2 0747 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c ա. θηλάζουσα lactens. Ստինս տուօղ տղայոյ՝ դայեակ, եւ մայր. կաթնատու. դիեցուցիչ. տե՛ս Մտթ. ՟Ի՟Դ. 19: Մրկ. ՟Ժ՟Գ. 17: Ղկ. ՟Ի՟Ա. 23: *Խաբեալ ի ստնտուէդ՝ սնուցանես զորդի մարիդ: Գիսակ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)